Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

The effects of self-esteem and gender differences


E. Paraschou, N. Voura, S. Mermiga, C. Thomopoulou, G. Koutloubasi, D. Chatzigrigoriadou, N. Darai, N. Benetos, G. Koukoulas 

Abstract
In this experiment we saw that they aren’t differences between males and females in self-esteem and gender. We see the condition self-esteem and gender. We needed a based questionnaire with 38 participants. The results showed that there are differences between self-esteem and gender according to the questionnaire.
  Self-esteem is popularly used construct both in popular and formal psychology. The construct has been defined as an person’s sense of self-worth, or the procured to which a person values, approves of appreciates, awards, or likes him- or herself. ”Theory and measurement discomforted with self-esteem have been related to many psychological domains, including personality, behavior, and health and clinical psychology” . (Burns, 1979) Many studies inspected occurrence gender differences in reported mean self-esteem (SE) scores.
    Gender in psychology, is the characteristics, whether biological or socially influenced, by which people define male and female.
     Amidst psycholosocial resources, higher levels of self-esteem have been showed to divine less stressors over time. Self-esteem has been partnered with the use of problem-focused and active coping, lesser use of forbearance coping and greater constancy in the face of failure or setbacks. According the individual a unit of spring in response to stress, self-esteem serves as a umpire of stress outcomes. Self-esteem may occupy stress diffusion indirectly through its effect on choice of coping strategy, in particular, the positive connection with problem-focused coping and negative connection with avoidance. ”There is some indication that self-esteem is related indirectly to later stressful experiences by way of its potential impact on depressive symptoms or other mental health dimensions.” (Rosenberg, Schooler, Schoenbach, & Rosenberg, 1995)             
     The relationship of gender to stressful lights may be mediate via its relationship to coping and depressive symptoms. “There is some indication that women are more likely than men to use avoidant and emotion-focused coping.” ( Hamilton & Fagot, 1988; Long, 1990; Matud, 2004)
    The favor may have arisen unwitting in the construction of the scale by its originators adopting a specifically masculine model of self-esteem. However, average group differences in an item should not  be envisaged as evidence for favour unless the compared groups were matched on self-esteem, the import of interest. < The appropriate methodology is differential item functioning > . ( Franeis, 1998 ) The aim of the present paper is to consider whether the gender differences in mean self-esteem scores returned by Franeis are the result proper gender differences in self-esteem or can propertied totally or partially to the different ways in which males and females respond to each of the itemand this will be done.
    “Low self-esteem predicts increased risk of depression, drug abuse, and some forms of delinquency. For a low-self-esteem person, even a public success can be aversive, by provoking anxiety that he or she will never live up to others heightened expectations.” (Myers, 2008) Finding their graced self-esteem threatened, people often grace by putting others down, sometimes with the violence. A youth who develops a big ego, which then is threatened or punctured by social rejection, is potentially dangerous. Although high self-esteem is generally more beneficial than low, researchers have found that  a variety of social violators tend to higher-than-average self-esteem.
   
 Method

Participants
    All participants are 38 students. And all is valid. The age is about 18 and  26. We had 10 males and 28 females. In this experiment we need the results from students other years in branch psychology. 

Measures
We need one test, the test of personality. Every part has questions which is 15.(Rosenberg scale). The statistical software program SPSS 8.0 were used for this research.

Procedure
    We need the SPSS 8.0 for the data analyses. The students supplement the test of personality. This test has 5 parts. Students must be answer the question with 1 or 2 choice. The first part is strongly agree=1 or strongly disagree=2, second part agree=1 or disagree=2, third part statement 1 than statement 2=1 or statement 2 than statement 1=2, the next part is true or mostly true=1 or false or mostly false=2 and the finally part is true=1 or false=2. For everyone part the questions is 15. At the end when we wrote all data for men take number 1 and for women number 2.
                                                         
  Results
   The standard deviation in self-esteem for males and females has not big differences. The result from the survey was the mean M=93 for males and M=81, 7 for females. Judging from the results there are no differences between genders on self-esteem because the p<0.05.
                                                         
  Discussion
    In this experiment we must improve if there are differences between males and females in self-esteem and gender. We saw with this experiment the differences is not big in self-esteem and gender. The numbers has not big aberration. In his original analysis of these data, found almost the same score between males and females of self-esteem. On the basis of these new findings dependence can remain high the application of these short form of the self-esteem among both males and females. According to group on T-test, the Standard Deviation on self-esteem for females is higher than the Standard Deviation of males. For females, the Standard Deviation is 17, 2 and for males is 12,5. So, there is one difference here. This study is not correct because we don’t have even numbers of participants from both genders. The gender is untested, every male and female had different perception about how they see and evaluate themselves. Females care more about their appearance and what people think about them. Sometimes both females and males need to change their beliefs and become more optimistic and confident.
                              

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Θεραπευτική ιππασία : πεδία εφαρμογής και αποτελεσματικότητα.



Χ. Θωμοπούλου, Ν. Μπενέτος, Γ. Κουτλουμπάση, Δ. Χατζηγρηγοριάδου, Σ. Μέρμηγκα, Ν. Δαραή, Ν. Βούρα, Γ. Κουκουλάς, 'Ε. Παράσχου

Εισαγωγή – Ιστορική αναδρομή

Η θεραπευτική ιππασία αποτελεί ένα εναλλακτικό μέσο αποκατάστασης και εκπαίδευσης ατόμων με ειδικές ανάγκες. Λειτουργεί ως μια μορφή φυσιοθεραπείας, εργοθεραπείας και ψυχοκοινωνικής εκπαίδευσης, που στόχο έχει την εξασφάλιση ενός ποιοτικού επιπέδου διαβίωσης για άτομα με κινητικά, νοητικά ή συναισθηματικά προβλήματα.

Η ιππασία ως μέθοδος θεραπείας δεν αποτελεί καινοτόμο ιδέα, καθώς αρκετοί είναι οι ερευνητές που έχουν αναφερθεί στο παρελθόν, στην δυνατότητα εφαρμογής της σε ποικίλους τομείς, πέρα από την σωματική άσκηση. Το 1777 ο γερμανός φυσιοθεραπευτής  William Tyson, ισχυρίστηκε πως η ιππασία βελτιώνει  δυσκολίες στην αναπνοή, σε σχετική έρευνα που δημοσίευσε.
Αναφορές στην αξία της ιππασίας ως θεραπευτική προσέγγιση, έχουν καταγραφεί ήδη από την αρχαιότητα, με τον λόγο του Ιπποκράτη “Περί Ιππικής”  (5ος αιώνας π.Χ.), να αποτελεί την πιο διαδεδομένη. Επιπρόσθετα, είναι πλέον ευρέως γνωστή η χρήση της ιππασίας ως μέσο αποκατάστασης σε τραυματίες κατά τη διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές, ο όρος “θεραπευτική ιππασία”, εισήχθη για πρώτη φορά από τον γερμανό δάσκαλο ειδικής αγωγής, A. Kroger, όταν το 1969 δημοσίευσε το άρθρο με τίτλο “Εκπαιδεύοντας με άλογα”, στο οποίο ερευνώντας τις ρυθμικές και ελεγχόμενες κινήσεις που βιώνει ένας ιππέας στη ράχη του αλόγου, ανέδειξε τις θεραπευτικές ιδιότητες της ιππασίας σε άτομα με ψυχοκινητικά προβλήματα ή νευρολογικές παθήσεις.
Η αφορμή για περαιτέρω έρευνα πάνω στα οφέλη που μπορεί να έχει ιππασία, ήρθε όταν το 1952 η Δανή Liz Hartel, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην κατηγορία της Ιππικής Δεξιοτεχνίας, στους Ολυμπιακούς αγώνες του Ελσίνκι, όντας παράλυτη στα δύο κάτω άκρα, αφού είχε προσβληθεί από τον ιό της πολυομελίτιδας λίγα χρόνια πριν. Έκτοτε πλήθος ερευνητών ξεκίνησε μελέτες γύρω από την προέκταση που μπορεί να λάβει η ιππασία ως μέσο αποκατάστασης όχι μόνο σε άτομα με κινητικά προβλήματα αλλά και σε ψυχικά διαταραγμένα άτομα με φτωχή διανοητική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη.

Τα οφέλη

Η επιλογή του αλόγου ως θεραπευτικό μέσο δεν είναι τυχαία. Η ιππασία προσφέρει πλήθος ερεθισμάτων στα οποία ο ιππέας-θεραπευόμενος, καλείται να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται γνωστικές δεξιότητες όπως η αντίληψη, ο οπτικοκινητικός προσανατολισμός, η προσοχή και η μνήμη, ενώ παράλληλα τα αντανακλαστικά και το σύνολο των αισθήσεών μας βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση. Μέσω της ανάπτυξης των παραπάνω δεξιοτήτων ευνοείται η δημιουργία νέων νευρωνικών συνάψεων στον εγκέφαλο, γεγονός που συνεπάγεται την ενίσχυση της αντιληπτικής ικανότητας.
Επιπλέον, η κίνηση και ο βηματισμός του αλόγου μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτόν του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να μεταφέρει στον κορμό του ιππέα την ίδια ακριβώς κίνηση και ισορροπία που μεταδίδουν τα πόδια, σε ανθρώπους χωρίς κινητικά προβλήματα. Τέλος, το τρίχωμα του αλόγου, η υφή, η θερμοκρασία, η μυρωδιά και οι ήχοι που παράγει, αποτελούν επιπρόσθετα κίνητρα για κινητοποίηση των αισθήσεων.


Τα άτομα που απευθύνονται σε συλλόγους θεραπευτικής εκπαιδευτικής ιππασίας και ωφελούνται από τα προγράμματα αυτά, είναι άτομα που παρουσιάζουν κινητικά προβλήματα (εκ γενετής ή επίκτητα), διανοητικές διαταραχές ή συνδυασμό και των δύο. Στα νοητικά προβλήματα περιλαμβάνονται ο αυτισμός, το σύνδρομο Down, η νοητική υστέρηση, τα συμπεριφορικά και ψυχοκινητικά προβλήματα.

Θεραπευτική ιππασία στον αυτισμό
Όσον αφορά το φάσμα του αυτισμού συγκεκριμένα, η θεραπευτική ιππασία φαίνεται να δρα αρκετά αποτελεσματικά, βελτιώνοντας μεταξύ άλλων, το επίπεδο λεκτικής επικοινωνίας (ικανότητα ανταπόκρισης σε λεκτικές νύξεις και εξωτερικά ερεθίσματα), την κοινωνική αλληλεπίδραση καθώς και τις κινητικές δεξιότητες (π. χ. στερεοτυπικές κινήσεις). Επιπλέον,  τα άτομα με αυτισμό, δεδομένης της αισθητηριακής δυσλειτουργίας, αδυνατούν να διακρίνουν τα διαφορετικά αισθητικά ερεθίσματα κάθε δεδομένη στιγμή, με αποτέλεσμα αντιλαμβάνονται όλες τις αισθήσεις ταυτόχρονα και ως εκ τούτου δημιουργείται μια υπερφόρτωση που δεν μπορούν  να διαχειριστούν. Η ιππασία λοιπόν βοηθά τα αυτιστικά άτομα να επικεντρωθούν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, κινητοποιώντας κάθε φορά τις απαιτούμενες δεξιότητες και αγνοώντας τις υπόλοιπες.

Πέρα από όλα τα παραπάνω οφέλη που αναφέρονται, η ιππασία αν μη τι άλλο, αποτελεί μια ευχάριστη αθλητική δραστηριότητα και μετατρέπει την θεραπεία σε μια εναλλακτική διασκεδαστική διαδικασία για τον πάσχοντα, καθώς ξεφεύγει από το πλαίσιο των κλασσικών και συμβατικών μορφών θεραπείας και τελείται σε ένα φυσικό περιβάλλον, πλούσιο σε ερεθίσματα, που αδιαμφισβήτητα επιδρά θετικά στην ψυχοσύνθεση του θεραπευόμενου.

Πεδία εφαρμογής συνοπτικά

Η θεραπευτική ιππασία ενδείκνυται για:
l        Εγκεφαλική παράλυση
l        Σκλήρυνση κατά πλάκας
l        Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις
l        Πολυομυελίτιδα
l        Μυικές παραμορφώσεις - δυσμορφίες
l        Εγκεφαλικά επεισόδια
l        Αρθρίτιδα
l        Τύφλωση- κώφωση
l        Σύνδρομο Down
l        Ψυχικές Διαταραχές
l        Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός)
l        Μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία)
l        Συμπεριφορικά προβλήματα
l        Νοητική υστέρηση
l        Υπερκινητικότητα και άλλα..


Που μπορώ να απευθυνθώ;

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους διαθέσιμους ιππικούς ομίλους που προσφέρουν προγράμματα θεραπευτικής ιππασίας στην Ελλάδα, την αντίστοιχη δράση τους καθώς και τους τρόπους επικοινωνίας, μπορείτε να απευθυνθείτε στIην επίσημη ιστοσελίδα της Επιστημονικής Εταιρείας Θεραπευτικής Ιππασίας και Ιπποθεραπείας Ελλάδας (Ε.Ε.Θ.Ι.Ι.Ε.) : http://www.eethiie.gr/

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012



Αντιμετωπίζεται ?

Γ. Κουτλουμπάση, Ν. Μπενέτος, Ν.Βούρα, Δ. Χατζηγρηγοριάδου, Ν. Δαραή, Χ. Θωμοπούλου, Σ. Μέρμηγκα, Γ. Κουκουλάς, Έ. Παράσχου


Εισαγωγή
  Η δυσλεξία, μια μορφή μαθησιακής δυσκολίας, συναντάται σε άτομα τα οποία δυσκολεύονται να μάθουν μέσω της γραπτής ή προφορικής γλώσσας, χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, όπως κάποιο τραύμα, πνευματική καθυστέρηση ή κάτι άλλο. Σε αυτή την κατηγορία μπορεί να ανήκουν και ευφυή άτομα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχημένων κι ευφυέστατων δυσλεκτικών ανθρώπων είναι ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Τόμας Εντισον, Χανς Κριστιαν Αντερσον, Χάρβευ Κάσιν (διάσημος νευροχειρούργος), Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο σημαντικότερος επιστήμονας του 20ου αιώνα.

Ποια τα συνήθη χαρακτηριστικά ενός δυσλεξικού ατόμου?

 Από τα πρώτα χαρακτηριστικά που θα παρατηρήσουμε σε ένα παιδί με δυσλεξία είναι το γεγονός πως ενώ στο σπίτι θα φαινότανε ένα έξυπνο και δραστήριο παιδί στο σχολείο θα μας φαινότανε οκνηρό, τεμπέλικο και αδιάφορο για μάθηση. Όμως σίγουρα δεν είναι έτσι. Τα δυσλεξικά άτομα παρουσιάζουν φυσιολογική έως υψηλή νοημοσύνη. Αντιμετωπίζουν όμως δυσκολίες στον προφορικό κα γραπτό λόγο, στην ορθογραφία, στην ανάγνωση. Χαρακτηριστικά ένα παιδί με δυσλεξία δυσκολεύεται να αναγνώσει σωστά ένα κείμενο, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την ηλικία του, όπως για παράδειγμα παραλείπει συλλαβές, καταλήξεις και μιλάει κομπιαστά. Επιπλέον, παρουσιάζει προβλήματα βραχύχρονης μνήμης. Αυτό σημαίνει πως δυσκολεύεται να ακολουθήσει μια σειρά οδηγιών ή να απαριθμήσει τους μονούς αριθμούς ή ακόμη και να μάθει την προπαίδεια. Τέλος, ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ατόμων που παρουσιάζουν δυσλεξία είναι πως παρατηρείται μια σύγχυση όσον αφορά την εκτίμηση μιας απόστασης, του αριστερά – δεξιά ή και ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του χθες – αύριο.

Υπάρχει αντιμετώπιση?

  Η δυσλεξία, όπως κι άλλες μαθησιακές δυσκολίες, δεν είναι ασθένεια την οποία την ξεπερνάς είτε με φαρμακευτική αγωγή είτε με άλλη βοήθεια, είναι μια ιδιαιτερότητα του ατόμου με την οποία το άτομο μαθαίνει να ζει, καλλιεργώντας εναλλακτικούς τρόπους μάθησης.
 Σαν πρώτο βήμα, θα πρέπει να γίνει μια σωστή αξιολόγηση από κάποιον ειδικό, ώστε το παιδί ή το νεαρό άτομο να μπορέσει με τη βοήθεια ενός καταρτισμένου εκπαιδευτικού να δημιουργήσουν ένα διδακτικό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε πως είναι σημαντικό να τονώσουμε την αυτοπεποίθηση του ατόμου και κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί δίνοντας του τη δυνατότητα να συμμετέχει σε δραστηριότητες που είναι ιδιαίτερα ικανό, ώστε να αντισταθμιστούν οι δυσκολίες του σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως είναι η μάθηση με κάτι που είναι αρκετά καλό. Γενικά, το δυσλεξικό άτομο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με κατανόηση και να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Όπως για παράδειγμα, το γεγονός πως ένα άτομο με δυσλεξία χρειάζεται περισσότερο χρόνο να φέρει εις πέρας μια εργασία, οπότε θα πρέπει να του δίνεται περισσότερος χρόνος . Όπως επίσης η καθαρή και ήρεμη ομιλία βοηθάει το άτομο στην κατανόηση των οδηγιών που του δίνονται για οποιαδήποτε εργασία ώστε να την εκτελέσει.
  Όσον αφορά τώρα συγκεκριμένα μαθητές με δυσλεξία θα βοηθούσε, στην καλή ψυχολογία του παιδιού, ο εκπαιδευτικός να μη λαμβάνει τόσο πολύ υπόψη του την καλή εμφάνιση ενός γραπτού όσο το περιεχόμενο του κειμένου. Επίσης σημαντικό είναι να μην υπερφορτώνεται το παιδί με πολλές εργασίες για το σπίτι. Έτσι δε θα έχει χρόνο για τίποτα άλλο κάτι που θα είναι ιδιαίτερα αγχογόνο  γι αυτόν, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να μην τα καταφέρνει.
  Τα παραπάνω είναι μερικά παραδείγματα ορθής αντιμετώπισης ενός δυσλεξικού ατόμου και πως θα μπορούσε να βοηθηθεί ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά. Βέβαια σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η διακριτικότητα, ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό, για το χειρισμό του παιδιού. Ώστε να μη νιώσει μειονεκτικά σε σχέση με τα υπόλοιπα τυπικά παιδιά.


Συμπερασματικά
  Η δυσλεξία είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ορισμένων ατόμων όσον αφορά τη μάθηση, το γραπτό και προφορικό λόγο που δεν έχει όμως καμία απολύτως σχέση με το νοητικό επίπεδο του ατόμου. Πόσο μάλλον όταν μερικοί διάσημοι δυσλεξικοί θεωρούνταν από τους σπουδαιότερους  ανθρώπους της εποχής τους. Με μια σωστή αξιολόγηση η δυσλεξία μπορεί να αντιμετωπιστεί και να δυσκολεύει στο ελάχιστο το δυσλεξικό άτομο χωρίς όμως να εξαλειφθεί ποτέ. Είναι καλό σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε πως η δυσλεξία παρουσιάζεται με διαφορετική συμπτωματολογία σε κάθε παιδί. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή δυσλεξίας, όλα όμως μπορούν να ξεκαθαρίσουν με μια επίσκεψη σε έναν ειδικό.


Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΝΘΟΥΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ

N. Βούρα, Γ. Κουκουλάς, Ν. Δαραή, Ν. Μπενέτος, Δ. Χατζηγρηγοριάδου, Χ. Θωμοπούλου, Σ. Μέρμηγκα, Γ. Κουτλουμπάση, Έ. Παράσχου

Σκοπός: Η παρουσίαση των διαφορών στη διαδικασία πένθους ανάμεσα στα παιδιά που θρηνούν για το γονιό που πέθανε και στους ενήλικες που πενθούν το χαμό του συντρόφου της.

 Μέθοδος:  Ημιδομημένες κλινικές συνεντεύξεις χορηγήθηκαν σε 10 ενήλικες και 10 παιδιά που απευθύνθηκαν στις υπηρεσίες του ΨΝΠΟ, ώστε να εκτιμηθούν οι αντιδράσεις τους και η διαδικασία πένθους τους,
 

Συζήτηση: Δυο από τα παιδιά είχαν έντονα ξεσπάσματα κλάματος κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Η συμπεριφορά τους ήταν ίδια και στο σπίτι. οχτώ έπαιξαν το ρόλο του ‘υποστηρικτικού ενήλικα’ στο γονιό που θρηνούσε, μην επιτρέποντας στον εαυτό τους να εκφράσει τα συναισθήματα θυμού, θλίψης, ενοχής, αλλά και τους φόβους τους. Δεν επιζήτησαν υποστήριξη μήπως και επιβαρύνουν την υπόλοιπη οικογένεια. Οι γονείς παρατήρησαν αλλαγές στις συνήθειες ύπνου, διατροφής και συμπεριφοράς των παιδιών τους.
Ένα παιδί δεν ήταν πλήρως ενημερωμένο για το ‘χαμό’, και δεν είχε επίγνωση του τι είχε συμβεί στο γονιό του.Όσο για τους ενήλικες, οχτώ ζήτησαν και έλαβαν ιατρική υποστήριξη και φαρμακευτική αγωγή, ενώ δυο άρχισαν την κατανάλωση αλκοόλ ελπίζοντας στην ανακούφισή τους. Έξι απέφευγαν τις συζητήσεις με τα παιδιά τους και το συναισθηματικό ‘μοίρασμα’, ενώ τρεις ανέφεραν αδυναμία να συνεχίσουν με τη ζωή τους.Τα παιδιά 2-5 ετών απαιτούν επαναλαμβανόμενες εξηγήσεις του τι έχει συμβεί. Μεγαλύτερα παιδιά, στην ηλικιακή ομάδα 5-8 ετών, χρειάζονται τη δυνατότητα έκφρασης ερωτήσεων/αποριών και την επεξεργασία των πληροφοριών που θα επιτρέψουν στην καλύτερη προσαρμογή τους στην νέα κατάσταση. Είναι επίσης πιθανό να δείξουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και στις τελετουργίες πένθους.Αυξανόμενη συνειδητοποίηση της έννοιας του θανάτου, φόβο και ανασφάλεια που προκαλεί η ιδέα του είναι περισσότερο εμφανή στα παιδιά ηλικίας 8-12 ετών. Χρειάζονται να γνωρίζουν λεπτομέρειες και επιζητούν απαντήσεις σε πιο συγκεκριμένα ερωτήματα. Σ’ αυτήν την ηλικιακή ομάδα είναι συχνό να αναλαμβάνουν το ρόλο του ‘υποστηρικτικού ενήλικα’. Οι έφηβοι βρίσκουν πιο εύκολο να συζητήσουν τα συναισθήματά τους με ένα φίλο ή κάποιον ενήλικα εκτός του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, παρόλο που η απώλεια αυξάνει τις ανησυχίες τους για το μέλλον και αναρωτιόνται για το νόημα της ζωής, με πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Μπορεί να δυσκολεύονται να συμβιβαστούν με την ιδέα του θανάτου υιοθετώντας ακραίες συμπεριφορές.Οι ενήλικες που έχουν πλήρη επίγνωση των συνθηκών θανάτου και των συναισθημάτων του αγαπημένου τους πριν το τέλος, θα πρέπει να μοιράζονται τις εμπειρίες αυτές με όσους δεν μπορούσαν να είναι παρόντες. Θα πρέπει να παρέχουν ουσιαστικές λεπτομέρειες του θανάτου σε όλα τα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. Τα παιδιά που δεν έχουν προσωπική γνώση της κατάστασης ή δεν ήταν παρόντα κατά την απώλεια θα πρέπει να ενθαρρύνονται σε ανοιχτή επικοινωνία και να ρωτούν λεπτομέρειες. Σε οικογένειες που τα μέλη τους δεν μοιράζονται τα γεγονότα της απώλειας και δεν εκφράζουν συναισθήματα και σκέψεις, η καταπίεσή τους μπορεί να οδηγήσει σε συμπτωματικές συμπεριφορές, όπως έκπτωση της λειτουργικότητας, αλκοολισμό, κατάχρηση ουσιών, εκδραματίσεις, ή ακόμη και σωματικές ασθένειες. 

Συμπέρασμα: Τα παιδιά θρηνούν με διαφορετικό τρόπο από τους ενήλικες. Η θλίψη τους μπορεί να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμη. Η κατάλληλη ενημέρωση του παιδιού, η ενθάρρυνση έκφρασης των συναισθημάτων του, οι ‘ζωντανές’ αναμνήσεις του αποθανόντα γονιού και η συμμετοχή στην οικογενειακή διαδικασία πένθους (και των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων) δεν είναι πηγές περαιτέρω άγχους και έντασης αλλά οδηγούν σε καλύτερη διεργασία του πένθους προσφέροντας ανακούφιση και παρηγοριά.


The mourning process in children and adults. Similarities – differences.
N. Voura, G. Koukoulas, N. Darai, N. Benetos, D. Chatzigrigoriadou, C. Thomopoulou, S. Mermiga, G. Koutloubasi, E. Paraschou, N. Kapsali

Introduction: When someone is bereaved, they usually experience an intense feeling of sorrow called grief. People grieve in order to accept a deep loss and carry on with their life. It is believed that if one doesn’t grieve at the time of death, or shortly after, the grief may stay bottled up inside. This can lead to emotional problems, and even physical illness later on. Everyone is different and each person grieves in his or her own way. However, some stages of grief are commonly experienced by people when they are bereaved. There is no set timescale for reaching these stages. The stages of grief aren't distinct, and there is usually some overlap between them. Feeling emotionally numb is often the first reaction to a loss. Numbness may be replaced by a deep yearning for the person who has died. Agitation, anger, difficulty in concentration, relation or sleep come next. This period of strong emotion usually gives way to bouts of intense sadness, silence and withdrawal from family and friends. Over time, the pain, sadness and depression start to lessen. The final phase of grieving is to let go of the person who has died and carry on with life, though it may not be exactly thsame as it was before. Children are aware when a loved one dies and they feel the loss in much the same way as adults do. Although children go through similar stages of grief, they may progress through them more quickly. Understandably, some people try to protect children from the death and grieving process. But in fact, it's probably better to be honest with children about your own grief, and encourage them to talk about their feelings of pain and distress. Children and young people mature at different rates and their understanding and responses to bereavement are likely to be based as much on their experience of life as on their chronological age, which is another parameter to be considered.

Objective: the demonstration of differences in the grieving process between children mourning for their lost parent and adults grieving for their late spouse.

Method: Sub-structured clinical interviews were given to 10 adults and 10 children using the services of the Psychiatric Hospital of Petra Olympus to evaluate their reactions and grieving process.

Discussion: Two (2) of the evaluated children had outbursts of cries  during the sessions. This behavior was mentioned to be the same at home. Eight (8) children played the role of the ‘supportive adult’ to the grieving parent, not allowing themselves to express their feelings of anger, grief, guilt, and fears. They didn’t ask for support, in fear of becoming a burden to the rest of the family. Their parents noticed changes in sleep patterns, eating habits, and behavior. One child wasn’t well-informed about the loss and didn’t fully understand what had happened to the deceased. As for parents, eight (8) of them asked and received medical support and medication, whilst two (2) started consuming alcohol, hoping to relieve their pain through it. Six (6) of the adults  were avoiding talking to their children and sharing their feelings, whereas three (3) mentioned incapability to go on with their life.

Conclusions: Children mourn in a different way from adults. Their grief may not be easily detected. The proper way of informing the child, the encouragement to the expression of feelings, the living memories of their late parent and the participation in the family grieving process (both for children and adults) are not causes of further stress and anxiety but lead to a better way of resolving the grieving process, offering comfort and relief. Young children between the age of 2 – 5 years require repeated explanations
of what has happened. Older children of 5-8 years of age need to be given the opportunity to ask questions and to be given as much information as possible to allow them to adjust. They may be very interested in the death rituals. Increasing awareness of their own mortality and the fear and insecurity that this can cause is more apparent on children of 8-12 years old. They need to know details and may seek answers to very specific questions. Teenagers may find it easier to discuss their feelings with a sympathetic friend or adult than close family member, although death increases anxieties about the future, and may question the meaning of life and experience depression. They may be having difficulty coming to terms with their own mortality and that of those close to them and cope by refusing to contemplate the possibility of death by experimenting with risk taking behaviour. Adults who have the closest knowledge of the circumstances of the loss, and of the feelings and thoughts of the loved one in the last moments, should share that knowledge with those who couldn't be present at those moments. They should  provide the essential details of loss to all family members, including children.  Children who don't have a personal knowledge of the circumstances or were not present at the time of the loss, needn't be afraid of asking for such details.  They have to be encouraged to open communication regarding the facts and circumstances of the loss.  In families, where members do not share the loss-related facts, do not express feelings and thoughts related to loss, their emotions tend to go underground, and then resurface in the form of symptomatic behaviors such as, decline in performance, alcoholism, drug abuse, acting out behaviors, or physical illnesses.




ΜΕΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ (PTSD) ΣΕ 10ΧΡΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΒΙΑΙΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ

Ν. Βούρα, Ν.Δαραή,  Ν. Μπενέτος, Έ. Παράσχου, Γ. Κουκουλάς, Δ. Χατζηγρηγοριάδου,
Γ. Κουτλουμπάση, Σ. Μέρμηγκα, Χ. Θωμοπούλου


Εισαγωγή: Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για τη μετατραυματική διαταραχή (PTSD) στα παιδιά και παρουσίαση περιστατικού.
 

Υλικό/Μέθοδος: Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στο διαδίκτυο (pubmed, medline), βιβλιογραφικό υλικό και παρουσίαση περιστατικού από το Ιατροπαιδαγωγικό Τμήμα του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Κατερίνης.
 

Αποτελέσματα: Η διάγνωση PTSD αναγνωρίστηκε επίσημα ως ψυχιατρική διάγνωση το 1980, στο DSM-III. Μόνο το 1987, γίνεται αναφορά στα
‘τραυματισμένα’ παιδιά. Τα παιδιά και οι έφηβοι που είναι ευάλωτοι στην εμφάνιση του PTSD παρουσιάζουν διαφορετικά ηλικιακά χαρακτηριστικά. Το
παιδί δεν χρειάζεται να είναι το πραγματικό ‘θύμα’, αλλά μπορεί να του έχει ειπωθεί ή να είναι μάρτυρας ενός τραυματικού γεγονότος. Ο J.A.Talbott εντόπισε αρκετές σημαντικές εκδηλώσεις PTSD σε παιδιά βασιζόμενος στον τρόπο κατά τον οποίο διέφεραν οι αντιδράσεις τους από αυτές των ενηλίκων.
 

Παρουσίαση περιστατικού: Παρουσιάζεται η περίπτωση ενός 10χρονου αγοριού, του οποίου η μητέρα δολοφονήθηκε βάναυσα από τον πατέρα του
και που πληρεί τα κριτήρια PTSD για τα παιδιά σχολικής ηλικίας. Το αγόρι ενημερώθηκε για το συμβάν από τους συγγενείς του. Οι πρώτες του
αντιδράσεις ήταν να κλαίει και να ζητάει να συναντήσει τον πατέρα του. Δεν πίστευε ότι ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της μητέρας του, αλλά ότι το έκαναν κάποιοι κλέφτες. Δυο μήνες μετά το συμβάν, του άρεσε να παίζει επανειλημμένα παιχνίδια που είχαν σχέση με ‘κυνήγι’ κλεφτών και ισχυριζόταν ότι ήθελε να γίνει αστυνομικός, ώστε να μπορεί να πιάνει κλέφτες. Δεν κοιμόταν καλά επειδή έβλεπε όνειρα με τη μητέρα του. Όταν μιλούσε για το περιστατικό, στενοχωριόταν, αγχωνόταν και εκνευριζόταν, οπότε και το απέφευγε. Ερχόταν σε επικοινωνία με τον πατέρα του μόνο όταν του το επέβαλαν. Στο σχολείο δε συμμετείχε στην τάξη, είχε προβλήματα συγκέντρωσης, και δεν μελετούσε ούτε στο σπίτι. Έγινε έναρξη Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας, με σταδιακή έκθεση – άμεση συζήτηση του τραυματικού γεγονότος, εκμάθηση τεχνικών διαχείρισης άγχους, όπως χαλάρωση και ‘διόρθωση’ ανακριβών ή στρεβλών σκέψεων του γεγονότος. Εκτέθηκε σταδιακά και διδάχτηκε χαλάρωση ώστε να μάθει να χαλαρώνει στην ανάκληση της εμπειρίας αυτής. Μέσω αυτής της διαδικασίας έμαθε να μην φοβάται τις αναμνήσεις. Έμαθε να αντιμετωπίζει καιαπόψεις όπως «ο κόσμος όλος είναι εντελώς ανασφαλής». Η ΓΣΘ συνδυάστηκε με ψυχοεκπαίδευση και εμπλοκή της οικογένειας. Η ψυχοεκπαίδευση αναφέρεται στην εκπαίδευση στην αναγνώριση  PTSD συμπτωμάτων και των επιπτώσεών τους. Πληροφορώντας τους συγγενείς και το παιδί ποια θα ήταν τα αναμενόμενα συμπτώματα που θα ακολουθούσαν, βοήθησε στην μείωση του άγχους, την αύξηση της αίσθησης της ικανότητας και παρείχε τη βάση πάνω στην οποία οι συγγενείς και το αγόρι θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν έντονα ή παρατεταμένα συμπτώματα που τυχόν χρήζουν περαιτέρω παρέμβασης.
 

Συζήτηση/Συμπέρασμα: Παιδιά του δημοτικού μπορεί να μην βιώσουν ‘οπτικές αναβιώσεις’ ή αμνησία πλευρών του τραύματος. Βιώνουν, ωστόσο,
«αλλοιωμένη αίσθηση του χρόνου» και «διαμόρφωση οιωνών», τα οποία τυπικά δεν συναντώνται σε ενήλικες. Η ‘αλλοιωμένη αίσθηση’ του χρόνου αναφέρεται στην λανθασμένη ανάκληση της μνήμης των γεγονότων που σχετίζονται με το τραύμα. Η «διαμόρφωση οιωνών» είναι η πεποίθηση ότι υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια που προέβλεπαν το τραυματικό γεγονός. Ως αποτέλεσμα, τα 10χρονα πιστεύουν ότι αν είναι σε εγρήγορση, θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν προειδοποιητικά σημάδια και να αποφύγουν στο μέλλον τραυματικά γεγονότα. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας εμφανίζουν επίσης μετατραυματικό παιχνίδι ή αναπαράσταση  του τραυματικού γεγονότος στο παιχνίδι, τη ζωγραφική ή στη λεκτική έκφραση. Το μετατραυματικό παιχνίδι είναι διαφορετικό από την αναπαράσταση, στο ότι το παιχνίδι αποτελεί κυριολεκτική αναπαράσταση, συμπεριλαμβάνει ‘πιεστική επανάληψη’ ορισμένων πλευρών του τραύματος και συνήθως δεν ανακουφίζει από το άγχος. Τα παιδιά συχνά δεν εμφανίζουν όλα τα συμπτώματα των ενηλίκων όπως ανημπόρια ή απόσυρση, καθώς απουσιάζουν οι λεκτικές ικανότητες για να τα εκφράσουν. Μπορεί επίσης να εμφανίσουν εναλλαγή ανάμεσα σε υπερδραστηριότητα, ανημπόρια/απόσυρση. Το 10χρονο αγόρι παρουσίασε τα εναλλακτικά PTSD κριτήρια για παιδιά (που δεν προϋποθέτουν το παιδί να αναφέρει φόβο/ανημπόρια/τρόμο σε σχέση με το συμβάν) όπως προτάθηκε από τον Scheeringa. Γενικά, το παιδί βίωσε ‘time skew’ (λανθασμένη αλληλουχία των σχετικά με το τραύμα γεγονότων σε ανάμνησή του) και ‘διαμόρφωση οιωνών’ (πίστη ότι υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια που προέβλεπαν το γεγονός), τα οποία δεν είναι τυπικά στους ενήλικες.
Παρόλο που υπάρχουν λίγες μελέτες για τη θεραπεία του PTSD στα παιδιά, η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία αποδεικνύεται να είναι η πιο αποτελεσματική προσέγγιση, με τεχνικές διαχείρισης άγχους, εκπαίδευση και αποκατάσταση εσφαλμένων ή στρεβλών σκέψεων σχετικά με το ‘τραύμα’.


Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Επικοινωνία και διαπροσωπικές σχέσεις


Νότα Βούρα, Νικόλαος Μπενέτος, Γιώργος Κουκουλάς, Ναταλία Δαραή, Δέσποινα Χατζηγρηγοριάδου, Σμαρώ Μέρμηγκα, Γεωργία Κουτλουμπάση, Χρύσα Θωμοπούλου, Έλενα Παράσχου

Η ποιότητα της επικοινωνίας είναι καθοριστική σε κάθε μορφή σχέσης πουέχουμε είτε στην προσωπική μας ζωή, είτε στην κοινωνική, είτε στοεπαγγελματικό μας περιβάλλον. Η δημιουργία και η ανάπτυξη σχέσεων με άλλους είναι ο θεμέλιος λίθος της κοινωνίας.
Η επικοινωνία μας επιτρέπει να οργανωνόμαστε, να παίρνουμε αποφάσεις απόκοινού, να εργαζόμαστε μαζί, να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο, να έχουμε κοινάενδιαφέροντα, να συμμεριζόμαστε με τους άλλους τις χαρές, τις λύπες, τις ανησυχίες μας και τέλος να μεγαλώνουμε και να φροντίζουμε τα παιδιά μας. Μέσα στην οικογένεια, μέσα στο ζευγάρι και στη δουλειά η αποτελεσματικήεπικοινωνία αφορά το πώς μιλούμε, τον τρόπο που ακούμε τους άλλους καιακόμη τη γλώσσα του σώματος.

Βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης επικοινωνίας
Συνομιλία
Η συνομιλία με τους άλλους πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη μετάδοση όσο το δυνατόν πιο καθαρών και κατανοητών μηνυμάτων. Όσο καλά και αν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τους άλλους, εντούτοις  δεν μπορούμε να διαβάζουμε την σκέψη τους. Πρέπει να μιλούμε ξεκάθαρα μαζί τους για να αποφεύγουμε τις παρεξηγήσεις που μπορεί να πληγώνουν, το θυμό και τις καταστάσεις που προκαλούν ένταση.
Είναι σημαντικό όταν μιλούμε με τους άλλους να προσέχουμε τα ακόλουθα : 
       Πρέπει να σκεφτούμε τι ακριβώς θέλουμε να πούμε και τι νιώθουμε για το συγκεκριμένο θέμα. Έχει σημασία πως επηρεάζεται η ψυχολογική μας κατάσταση όταν θα μιλούμε για το συγκεκριμένο θέμα.
       Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για το τι θέλουμε να πούμε.
       Το μήνυμα μας πρέπει να μεταβιβαστεί με τρόπο τέτοιο που ο άλλος να το ακούσει καθαρά και να το κατανοήσει καλά.
       Είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για το τι θέλουμε, τι χρειαζόμαστε και το πώς νιώθουμε.



Η γλώσσα του σώματος Όταν επικοινωνούμε με ένα άλλο άτομο, μπορούμε να μεταδίδουμε πολλάμηνύματα χωρίς όμως να μιλούμε. Η γλώσσα του σώματος είναι τα μηνύματαεκείνα που μεταδίδονται όχι από την ομιλία μας αλλά από τη γενικότερη στάσημας. Η θέση του σώματος, η έκφραση του προσώπου, οι κινήσεις των χεριών, ητοποθέτηση των ποδιών μεταφέρουν κάποια μη προφορικά μηνύματα. Παράλληλαο τόνος της φωνής μας παίζει το δικό του ρόλο στη διαδικασία της επικοινωνίας.Εάν αυτά που αισθανόμαστε δεν ταιριάζουν με αυτά που λέμε, είναι πολύ πιθανόντα μη προφορικά μηνύματα (η γλώσσα του σώματος), να μην ταιριάζουν με ταμηνύματα που μεταβιβάζονται από την ομιλία. Σε τέτοιες περιπτώσεις πολύσυχνά είναι τα μη προφορικά μηνύματα που υπερισχύουν και γίνονται αποδεκτά.Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να προσέχουμε ούτως ώστε αυτά που λέμε ναταιριάζουν με αυτά που μεταδίδει το σώμα μας. 


Η τέχνη του να ακούμε τους άλλους
 Το να ακούμε τους άλλους προσεκτικά αποτελεί μια καίρια συνιστώσα της αποτελεσματικής επικοινωνίας. Ένας πολύ καλός ακροατής, ενθαρρύνει τον άλλον να μιλάει ανοιχτά και ειλικρινά.                      
        
Προτάσεις για να γίνουμε καλύτεροι ακροατές.
       Διατηρείτε μια άνετη οπτική επαφή με τον συνομιλητή μας.
       Κλίνουμε ελαφρά προς τον συνομιλητή μας και οι κινήσεις μας να δείχνουν ενδιαφέρον και προσοχή.
       Διατηρούμε μια ‘ανοιχτή’ στάση σώματος. Αυτό είναι μια στάση άνετη, με τα χέρια και τα πόδια να μην είναι σταυρωμένα.       Δείχνουμε ειλικρινές ενδιαφέρον και προσοχή.
       Κάνουμε κάποιες ερωτήσεις στο συνομιλητή μας για να σιγουρευτούμε ότι καταλάβαμε καλά.  



Βελτίωση της ποιότητας της επικοινωνίας μας με τους άλλους.       Η ικανότητα του να έχουμε μια ξεκάθαρη, ανοιχτή, καλή και αποτελεσματική επικοινωνία με τους άλλους είναι κάτι που μπορούμε να μάθουμε και να αποκτήσουμε.
       Εάν αντιληφθούμε ότι στις σχέσεις μας με κάποιο άτομο κάτι δεν πάει καλά, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε ποια είναι τα επίμαχα σημεία που δημιουργούν δυσκολίες. Πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο τα μηνύματα περνούν σωστά από τον έναν στον άλλον.
       Βλέπουμε κατευθείαν στο πρόσωπο τον συνομιλητή μας. Δεν καθόμαστε ή στεκόμαστε με τέτοιο τρόπο που να τον βλέπουμε από το πλευρό μας.
       Αποφεύγουμε κινήσεις που περισπούν την προσοχή, όπως για παράδειγμα να παίζουμε νευρικά το στυλό μας στα δάχτυλα, να κοιτάζουμε σε χαρτιά ή να χτυπάμε τα πόδια μας ή τα χέρια μας.
       Να συνειδητοποιήσουμε ότι ενοχλήσεις όπως θόρυβοι, διακοπές από τηλέφωνα και άλλες, κάνουν μια αποτελεσματική επικοινωνία δύσκολο να επιτευχθεί.
Στην συνέχεια είναι καλά να δούμε ποια είναι τα πράγματα εκείνα που μαςπροκαλούν απογοήτευση ή και πόνο. Μήπως υπάρχουν και άλλα θέματα για ταοποία θα θέλαμε να μιλήσουμε αλλά κάτι μας σταματάει να το κάνουμε?Πρέπει να διερωτηθούμε κατά πόσο θα θέλαμε να αλλάξει ο τρόπος με τονοποίο επικοινωνούμε με το συγκεκριμένο άτομο.Είναι ακόμη καλύτερα εάν τους προβληματισμούς αυτούς τους μοιραστούμε με το άτομο για το οποίο νιώθουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Η ανάλυση των παραγόντων αυτών μπορεί να βοηθήσει τα μηνύματα να μεταβιβάζονται καλύτερα και κατά συνέπεια η σχέση να βελτιωθεί.Σίγουρα στην αρχή μια τέτοια προσέγγιση πιθανόν να μην είναι εύκολη. Όμως έχει τη δυνατότητα να ανοίξει νέες διόδους μεταφοράς μηνυμάτων και να προσθέσει νέα θετικά στοιχεία σε μια σχέση που ίσως υποφέρει λόγω έλλειψης αποτελεσματικής επικοινωνίας.Ορισμένα θέματα είναι δύσκολο να προσεγγιστούν και για πολλούς από εμάς να είναι δυσάρεστο να αρχίσουμε μια σχετική συνομιλία. Υπάρχουν μάλιστα πολλοί άνθρωποι που δυσκολεύονται στο να εκφράσουν  τα αισθήματά τους.Είναι όμως σημαντικό να τονίσουμε ότι συχνά είναι τα πράγματα ή οι καταστάσεις για τις οποίες δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε που προκαλούν τον περισσότερο πόνο και την αναστάτωση.
Φαίνεται λοιπόν ότι είναι χρήσιμο και ωφέλιμο για όλους στις σχέσεις μας νααναγνωρίσουμε τα αδύνατα σημεία και να ενεργήσουμε γρήγορα για να μηνεδραιωθούν καταστάσεις που πιθανόν να οδηγήσουν σε δυσάρεστεςεξελίξεις.Εάν από μόνοι μας νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε και εάν απότο περιβάλλον μας δεν έχουμε κάποιο δικό μας που να μπορεί να μας βοηθήσει,τότε είναι χρήσιμο να ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον ειδικό.


Συμπερασματικά :Η καλή επικοινωνία έχει θεμελιώδη σημασία για την ποιότητα των σχέσεων μας με τους συνανθρώπους μας.

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα αδύνατά μας σημεία και να εργαστούμε για μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία που σίγουρα θα αποβεί προς όφελος όλων.
        



ΕΠΟΧΙΑΚΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ (Seasonal Affective Disorder)


 Γ.Κουκουλάς, N. Βούρα, Ν. Δαραή, Ν. Μπενέτος, Έ. Παράσχου, Δ. Χατζηγρηγοριάδου, Γ. Κουτλουμπάση, Σ, Μέρμηγκα, Χ. Θωμοπούλου


Εισαγωγή: Η Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή (ΕΣΔ) συνδέεται με την έλλειψη της σεροτονίνης, ή σύμφωνα με άλλες θεωρίες, η κύρια αιτία είναι η μελατονίνη που εκκρίνεται από την επίφυση του εγκεφάλου. Πρόκειται για διαταραχή της διάθεσης με τυπικά εποχιακή κατανομή. Οι ασθενείς που πάσχουν από την ΕΣΔ τείνουν να εμφανίζουν τη διαταραχή κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, οπότε και υπάρχει μικρότερη ηλιοφάνεια κατά τη διάρκεια της μέρας. Αναγνωρίζεται ως μια ειδική υποκατηγορία της κατάθλιψης. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι ήπιας ή μέτριας μορφής. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κούραση, αδιαφορία για τις συνήθεις δραστηριότητες, κοινωνική αποξένωση, έντονη επιθυμία για κατανάλωση φαγητών πλούσιων σε υδατάνθρακες και πρόσληψη βάρους. Συχνά, τα συμπτώματα υποχωρούν όταν φτάνει άνοιξη και η διαταραχή παραμένει σε ύφεση τους καλοκαιρινούς μήνες. Υπολογίζεται ότι το 10%-20% του πληθυσμού υποφέρουν από ήπιες μορφές της ΕΣΔ. Στις γυναίκες η πάθηση είναι σημαντικά συχνότερη. Το 70%-80% των περιπτώσεων συμβαίνουν σε γυναίκες, δηλαδή για κάθε 4 γυναίκες, μόνο ένας άνδρας πάσχει από την κατάθλιψη αυτή. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι άτομα που δουλεύουν για πολλές ώρες σε γραφεία ή διαμένουν σε κτίρια με λίγα παράθυρα είναι δυνατόν να βιώσουν τέτοια συμπτώματα.

Σκοπός: Αναφορές περιστατικών με ΕΣΔ που προσήλθαν στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ) Κατερίνης, το 2009.

Υλικό: Τα αρχεία του ΚΨΥ το 2009.

Μέθοδος/Αποτελέσματα: Το 2009, 280 (8,5%) των περιστατικών που προσήλθαν στο ΚΨΥ διαγνώστηκαν με κατάθλιψη (48 άνδρες/232 γυναίκες). 96 (34,28%) ήταν νέα περιστατικά (22 άνδρες/74 γυναίκες) επιζητώντας υποστήριξη την περίοδο φθινόπωρο-άνοιξη, παραπονούμενοι για διαταραχές διάθεσης, καθώς το φυσικό φως της ημέρας άρχισε να φθίνει. Το Σεπτέμβριο: 72 περιπτώσεις κατάθλιψης αναφέρθηκαν (63 γυναίκες/9 άνδρες). Το Δεκέμβριο: 92 (73/19 γυναίκες/άνδρες).
Σημαντικός ήταν ο αριθμός των παραπομπών το Μάρτιο: 84 (71 γυναίκες/93 άνδρες). Περισσότερο από ¾ των πελατών ήταν γυναίκες, κυρίως στα 40 τους, κάτι που συμφωνεί με τη διεθνή βιβλιογραφία.  Η τυπική κατάθλιψη περιλαμβάνει μειωμένο ύπνο, όρεξη και συχνά απώλεια βάρους. Η πλειοψηφία των περιστατικών αυτών του ΚΨΥ, παραπονέθηκε για έλλειψη ενέργειας, δυσκολία στη συγκέντρωση, κόπωση, δυσκολία κατά την πρωινή αφύπνιση, πρωινή αδιαθεσία, αυξημένο αίσθημα απομόνωσης, αυξημένη ανάγκη για ύπνο καθώς επίσης και για φαγητό, με μια συγκεκριμένη ανάγκη για υδατάνθρακες, οι οποίοι αυξάνουν τη σεροτονίνη, οδηγώντας όμως και σε αύξηση του βάρους. Επίσης, ανέφεραν έκπτωση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις και την εργασιακή τους παραγωγικότητα. Αυτές οι εποχιακές διαταραχές ξεπερνούσαν σε αριθμό οποιαδήποτε άλλα καταθλιπτικά επεισόδια είχε εκδηλώσει ο κάθε ασθενής στη διάρκεια της ζωής του.  1/3 έλαβαν αντικαταθλιπτική  φαρμακευτική αγωγή, ενώ η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) εφαρμόστηκε στο σύνολό τους. Παρόλο που η φωτοθεραπεία είναι η προτεινόμενη θεραπεία, δεν υπάρχουν τα μέσα να εφαρμοστεί στο ΚΨΥ.

Συμπέρασμα: Παρόλο που η ΕΣΔ είναι κυρίαρχη στις βόρειες, σκανδιναβικές χώρες, οι ασθενείς στο ΚΨΥ φέρεται να ακολουθούν το μοντέλο της ΕΣΔ με έναρξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων το φθινόπωρο, διατήρηση τους κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών και υποχώρηση τους την περίοδο της άνοιξης σύμφωνα με τις διεθνείς βιβλιογραφικές αναφορές.